- ξεφούντωμα
- το, -ατος1. η εμφάνιση βλαστών, φύλλων, λουλουδιών.2. η έξαρση θυμού, εξανθήματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.